- πρόσοδος
- Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται.
Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.), όπως και ο μισθός, ο τόκος και το κέρδος, αντιπροσωπεύει μία από τις τυπικές μορφές αμοιβής των συντελεστών της παραγωγής και ειδικότερα το μέρος του εισοδήματος που εισπράττει εκείνος ο οποίος θέτει στη διάθεση της παραγωγής τη χρήση του φυσικού στοιχείου. Αν και την είχε διαισθανθεί η φυσιοκρατική σχολή, η θεωρία της π. βρήκε την πρώτη επιστημονική διατύπωσή της από τον Άγγλο οικονομολόγο Ντέιβιντ Ρικάρντο που, υπό την επίδραση των συνθηκών της εποχής του, έθεσε το ζήτημα σε σχετικά περιορισμένες βάσεις, συνδέοντας την π. με τα ενοίκια που πληρώνονται για τη χρήση του γεωργικού εδάφους.
Τα γεωργικά εδάφη ενός έθνους δεν παρουσιάζουν όλα την ίδια ευφορία και, φυσικά, ο πληθυσμός τείνει να εγκατασταθεί κατά προτίμηση στα καλύτερα. Όσο τα εδάφη αυτά επαρκούν για την ικανοποίηση των αναγκών διατροφής της κοινότητας, κάθε αγροτικός επιχειρηματίας εισπράττει από την απασχόλησή του μόνο την αμοιβή της εργασίας και του κεφαλαίου που διέθεσε και δεν παρουσιάζεται το φαινόμενο της π. Με την αύξηση του πληθυσμού καθώς και για άλλους λόγους –όταν έγραφε ο Ρικάρντο, η Μεγάλη Βρετανία υφίστατο τις συνέπειες του ηπειρωτικού αποκλεισμού που επέβαλε ο Ναπολέων– η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να παρατείνεται απεριόριστα και τα προϊόντα που προέρχονται από την εκμετάλλευση υψηλής απόδοσης γαιών αποδεικνύονται αργά ή γρήγορα ανεπαρκή σε σχέση με τις απαιτήσεις της κατανάλωσης. Με την πίεση της ζήτησης προκαλείται τελικά αύξηση της τιμής των τροφίμων και αυτό κάνει συμφέρουσα την καλλιέργεια εδαφών που έχουν μικρότερη απόδοση και συνεπώς απαιτούν μεγαλύτερο κόστος κατά μονάδα προϊόντος. Επειδή όμως οι παραγωγοί κινούνται μέσα σε καθεστώς ανταγωνισμού, η τιμή των γεωργικών προϊόντων είναι ενιαία και ισορροπείται αναγκαστικά με την τιμή της επιχείρησης που διαθέτει λιγότερο εύφορο έδαφος γιατί, αν δεν συνέβαινε αυτό, η επιχείρηση αυτή, που λέγεται οριακή, δεν θα είχε τη δυνατότητα να σταθεί στην αγορά. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι οι επιχειρήσεις που ευνοούνται περισσότερο από τη φύση σε ό,τι αφορά τη γονιμότητα του εδάφους, έχουν τη δυνατότητα να πωλούν τα προϊόντα τους σε τιμή ανώτερη από το δικό τους κόστος παραγωγής και απολαμβάνουν μία π. Κατά την αντίληψη του Ρικάρντο, στην ουσία, η π., που συχνά χαρακτηρίζεται ως διαφορική, συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης και του κόστους της παραγωγής.
Από τη θεωρία του ο Ρικάρντο αντλούσε ορισμένα συμπεράσματα. Η π. δεν αντιπροσωπεύει κόστος παραγωγής και δεν συμβάλλει στον καθορισμό της τιμής· συμβαίνει μάλιστα το αντίθετο, γιατί ακριβώς η τιμή (που ανεβαίνει εξαιτίας της ζήτησης) είναι εκείνη που προκαλεί τον σχηματισμό της π. Άλλωστε, η π. δεν είναι, όπως υποστήριζε η φυσιοκρατική θεωρία, εισόδημα που προέρχεται από τη γενναιοδωρία της φύσης, η οποία προσφέρει πρόσθετη και δωρεάν αμοιβή της παραγωγικής προσπάθειας του ανθρώπου. Πράγματι, ο γαιοκτήμονας δεν εισπράττει π. επειδή διαθέτει εύφορη γη, αλλά μάλλον επειδή η φύση είναι φιλάργυρη στην προσφορά τέτοιων εδαφών και αναγκάζει τους ανθρώπους, για να χορτάσουν την πείνα τους, να καλλιεργήσουν και άλλα εδάφη που χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες εργασίας και κεφαλαίου. Κυρίως όμως ο Ρικάρντο χρησιμοποίησε τη θεωρία του για την π. ως όργανο πολεμικής στη μάχη υπέρ της ελευθερίας του εμπορίου, που έδιναν οι ριζοσπάστες και οι φιλελεύθεροι εναντίον των συντηρητικών. Απέδειξε πράγματι, ότι οι τελευταίοι ωφελημένοι από την π. δεν είναι οι καλλιεργητές, αλλά οι γαιοκτήμονες, που κατορθώνουν να την αποκτούν με την επιβολή ενοικίων τα οποία διαφέρουν ανάλογα με τη ευφορία του εδάφους.
Για την εξυγίανση της κατάστασης αυτής ο Ρικάρντο υποστήριζε την πολιτική της ελευθερίας του εμπορίου, αναγνωρίζοντας σε αυτήν ένα όργανο χρήσιμο για την τόνωση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα εξαντλημένα πλέον εδάφη της Αγγλίας και στα νέα και εύφορα της Βόρειας Αμερικής.
Σε μεταγενέστερη εποχή, η θεωρία του Ρικάρντο υπέστη πολλές αναθεωρήσεις που είχαν κυρίως σκοπό να τη γενικεύσουν και να τη διευκρινίσουν με ακρίβεια. Έτσι διαπιστώθηκαν και άλλα φαινόμενα π. εκτός από το ρικαρντιανό πρότυπο, το οποίο στηριζόταν στην ευφορία του εδάφους. Για παράδειγμα, π. θέσης, π. που οφείλονται στη μετατροπή αγροτικών εδαφών σε οικοδομήσιμες περιοχές, π. μονοπωλίου, π. που προέρχονται από ειδικές επαγγελματικές ικανότητες και π. του καταναλωτή που προκαλούνται από ατομικές ωφελιμιστικές ενέργειες. Κυρίως όμως υποβλήθηκε σε ανάλυση και κριτική η σχέση που διατύπωσε ο Ρικάρντο μεταξύ π. και τιμής του προϊόντος. Από μακροοικονομική άποψη, η π. μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι καθορίζεται από την τιμή των γεωργικών προϊόντων, αλλά για τον μεμονωμένο παραγωγό η γη, ή καλύτερα η ευφορία της, είναι στην ουσία ένα οικονομικό αγαθό, όπως κάθε άλλο που μπορεί να αγοραστεί ή να πωληθεί σύμφωνα με τους συνηθισμένους κανόνες μιας αγοράς ελεύθερου ανταγωνισμού. Επομένως αυτή δεν μπορεί να αντιπροσωπευει ένα στοιχείο του κόστους παραγωγής, που πρέπει να ενσωματωθεί στην τιμή.
Εκείνο που αληθεύει στη θεωρία του Ρικάρντο είναι η θέση ότι ο καθορισμός της τιμής της γης γίνεται κατά ιδιότυπο τρόπο, αφού η σχετική προσφορά είναι τέτοιας φύσης, που δεν της επιτρέπει να προσαρμοστεί, ούτε σε μακρόχρονη περίοδο, με τη δυναμική της ζήτησης. Η θέση αυτή δεν είναι παραδεκτή σήμερα στον ίδιο βαθμό που μπορούσε να είναι τον 18o αι., γιατί τα εγγειοβελτιωτικά έργα, οι εκχερσώσεις με μηχανικά μέσα, οι αρδεύσεις, τα λιπάσματα, οι αμειψισπορές κλπ. απέδειξαν ότι είναι δυνατή η επέκταση των καλλιεργήσιμων εδαφών, ή, οπωσδήποτε, η αύξηση της αποδοτικότητάς τους. Αλλά ακόμα αν δεν είναι σωστό να εξακολουθεί να θεωρείται πάγια η προσφορά της γης, μένει ισχυρή η βασική έννοια της π., στη σημασία που της δίνει ο Ρικάρντο, ως κέρδους που προέρχεται από την έλλειψη ισοστάθμισης της προσφοράς με τη ζήτηση.
πρόσοδος ισόβια. Η υποχρέωση για ισόβια παροχή χρημάτων ή άλλων υλικών αγαθών σε προσδιορισμένες δόσεις. Η ι.π. είναι αυτοτελής περιοδική παροχή και δεν εξαρτάται από άλλη κύρια παροχή, με την προϋπόθεση ότι κανονίζεται σε σχέση με τη διάρκεια της ζωής κάποιου προσώπου. Αντικείμενο της σύμβασης αυτής μπορεί να είναι χρήματα ή άλλα αντικείμενα τα οποία μπορούν να αντικατασταθούν ορισμένης ποσότητας. Οι παραγωγικοί λόγοι της ι.π. είναι ο νόμος και η δικαιοπραξία, που μπορεί να είναι μονομερής ή διμερής (σύμβαση). Η ι.π., για να είναι έγκυρη, όταν βασίζεται σε σύμβαση, απαιτείται να έχει τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου. Παράδειγμα ι.π. που αναγνωρίζεται από τον νόμο, είναι η αποζημίωση που οφείλει κάποιος σε άτομο που το τραυμάτισε και η οποία περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλεια, και οτιδήποτε θα στερηθεί στο μέλλον αυτός που τραυματίστηκε, ή οτιδήποτε θα ξοδέψει για την αποκατάστασή του. Η ι.π. προκαταβάλλεται, και μάλιστα, η χρηματική κάθε μήνα. Κάθε άλλη ι.π. καταβάλλεται σε χρονικές περιόδους που καθορίζονται από τον σκοπό της προσόδου. Στην περίπτωση που ο δικαιούχος της ι.π. πεθάνει πριν από το τέλος της περιόδου για την οποία πρέπει να προκαταβληθεί η ι.π., το δικαίωμά του μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του. Ο δικαιούχος της ι.π. μπορεί να εκχωρήσει τα δικαιώματά του, εκτός αν συμφωνήθηκε ότι εκχώρηση του είδους απαγορεύεται. Η ενοχή από την ι.π. παύει να υπάρχει, όταν συντρέχουν γενικοί λόγοι απόσβεσης των ενοχών, όπως, για παράδειγμα, η ύπαρξη αντίθετης συμφωνίας. Παύει επίσης να υπάρχει αν ταυτίζεται με τη διάρκεια της ζωής ενός προσώπου, οπότε τερματίζεται μόλις επέλθει ο θάνατος του δικαιούχου ή του υποχρέου. Η αξίωση που γεννάται από την καθυστέρηση μιας από τις περιοδικές παροχές της ι.π., παραγράφεται μετά την παρέλευση μιας 5ετίας, εκτός αν υπάρχει ειδική συμφωνία.
* * *η, ΝΑ, και δωρ. τ. πόθοδος και αρκαδ. τ. πόσοδος Αεισόδημα, έσοδο που προέρχεται από κινητή ή ακίνητη περιουσία, πόρος (α. «τα κτήματα δεν τού αποφέρουν επαρκή πρόσοδο» β. «ἄλλας τοίνυν ἔχει τριάκοντα μνᾱς, τοῡ δικαστηρίου λαβὼν τὴν πρόσοδον», Δημοσθ.)νεοελλ.1. (οικον.) περιοδικό εισόδημα που προσπορίζεται ένας ιδιοκτήτης δυνάμει τού δικαιώματος ιδιοκτησίας του σε γη, κεφάλαιο ή άλλο αγαθό ή πλούτο με την παραχώρηση, έναντι πληρωμής, τού δικαιώματος χρήσης τους σε άλλον2. (νομ.) τα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα που προσπορίζεται ο δικαιούχος πράγματος ή δικαιώματος δυνάμει ορισμένης έννομης σχέσης, όπως είναι λ.χ. το μίσθωμα, οι τόκοι, τα μερίσματα κ.ά.3. φρ. «έγγεια πρόσοδος»(οικον.) πρόσοδος που προσπορίζονται, χωρίς εργασία, οι ιδιοκτήτες γης δυνάμει τού δικαιώματος ιδιοκτησίας τους, πρόσοδος που έχει ως πηγή της το πλεόνασμα προϊόντος, ή υπερπροϊόντος, το οποίο προέρχεται από την εργασία τών καλλιεργητών τής γηςβ) «διαφορική πρόσοδος»(οικον.) έγγεια πρόσοδος που συνδέεται με την ύπαρξη μονοπωλίου επί τής γης ως αντικειμένου τής οικονομίας και προέρχεται, πέρα από την κανονική πρόσοδο, από τη διαφορά γονιμότητας τών εδαφών και από τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν λόγω τής γειτνίασης τους με τα κέντρα κατανάλωσης και ανεφοδιασμούγ) «ισόβια πρόσοδος»(νομ.) η υποχρέωση παροχής χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων κατά περιοδικές δόσεις εφ' όρου ζωής τού οφειλέτη ή τρίτουμσν.-αρχ.εκκλ. η έλευση τού Χριστού στη γηαρχ.ο δρόμος διά τού οποίου προσεγγίζει κανείς έναν τόπο, πρόσβαση («καὶ προελθόντες τινὲς αὐτῶν λάθρᾳ ὀλίγοι ἐτήρουν τὴν πρόσοδον», Θουκ.)2. η προσέλευση προς κάποιον, το πλησίασμα3. η παρουσίαση ή η προσέλευση κάποιου, ιδίως ρήτορα, ενώπιον δημόσιας ομήγυρης, αρχής ή τής εκκλησίας τού δήμου («πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ», επιγρ.)4. δημηγορία, λόγος προς τον λαό («περὶ σωτηρίας τὴν πρόσοδον ἐποιησάμην», Ισοκρ.)5. προσέλευση μαθητή στον δάσκαλό του6. πανυγηρική πομπή προς έναν ναό με άσματα, τραγούδια και μουσική7. (με εχθρική σημ.) έφοδος, επίθεση8. προσβολή κάποιου από ασθένεια9. (γενικά) ωφέλεια10. στον πληθ. οἱ πρόσοδοια) η είσοδοςβ) σαρκική επαφή, συνουσίαγ) τα εισοδήματα τής πολιτείας11. φρ. α) «Πόροι ή περὶ προσόδων» — τίτλος έργου τού Ξενοφώντοςβ) «γράφομαι πρόσοδον» — ζητώ την άδεια προκειμένου να εμφανιστώ ενώπιον τής εκκλησίας τού δήμουγ) «οἱ ἐπὶ τὰς προσόδους» — ανώτατοι αξιωματούχοι, συνήθως δικαστικοί, οι οποίοι είχαν την επιμέλεια τής διεξαγωγής τών τελετουργικών πομπών, τών λιτανειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὁδὸς (πρβλ. πάρ-οδος). Ο τ. πόθοδος < πότ «προς» (βλ. ποτι) με τροπή τού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ., ενώ ο τ. πόσοδος < πός, αρκαδ. τ. τού ποτί*].
Dictionary of Greek. 2013.